- ἐπιγουνίς
- ἐπι-γουνίς, ίδος (γόνυ, ‘above the knee’): thigh; μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, ‘grow a stout thigh,’ Od. 17.225. (Od.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επιγουνίς — ἐπιγουνίς, η (Α) 1. μυς τού μηρού πάνω από το γόνατο 2. επιγονατίδα 3. γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γουν ίς (< γούνυ, ιων. παράλλ. τ. τού γόνυ)] … Dictionary of Greek
ἐπιγουνίς — part above the knee fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδα — ἐπιγουνίς part above the knee fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδας — ἐπιγουνίς part above the knee fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδες — ἐπιγουνίς part above the knee fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδι — ἐπιγουνίς part above the knee fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδος — ἐπιγουνίς part above the knee fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδων — ἐπιγουνίς part above the knee fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγουνίδιος — ἐπιγουνίδιος, ον (Α) [επιγουνίς] (για βρέφος) αυτός που κάθεται πάνω στα γόνατα τής μητέρας, τής τροφού κ.λπ … Dictionary of Greek